- ζωόφυτος
- και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, -ον (Α)1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.)2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, Στοβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ-φυτος, κατά-φυτος].
Dictionary of Greek. 2013.