ζωόφυτος

ζωόφυτος
και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.)
2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ-φυτος, κατά-φυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζωόφυτον — zoöphyte neut nom/voc/acc sg ζωόφυτος zoöphyte masc/fem acc sg ζωόφυτος zoöphyte neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωοφυτώ — και ζωφυτώ ζωοφυτῶ και ζωφυτῶ, έω (Α) [ζωόφυτος] 1. αναπτύσσω, αναδίδω ζωηρούς βλαστούς, ανθίζω, θάλλω («ζωφυτοῡν ἄλσος») 2. παράγω, γεννώ έμβια, ζωντανά όντα ή παρέχω ζωή …   Dictionary of Greek

  • ζωοφύτοις — ζωόφυτον zoöphyte neut dat pl ζωόφυτος zoöphyte masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοφύτων — ζωόφυτον zoöphyte neut gen pl ζωόφυτος zoöphyte masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωόφυτα — ζωόφυτον zoöphyte neut nom/voc/acc pl ζωόφυτος zoöphyte neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”